Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

Είχατε ξανακούσει τη λέξη "ζωοπροφύλαξη";

 

 

Στην Ελλάδα, τα μικροσκοπικά δίπτερα έντομα του γένους Phlebotomus ονομάζονται σκνίπες. Πρόκειται για έντομα διαδεδομένα σε όλες τις θερμές περιοχές του κόσμου, που μεταδίδουν την λεϊσμανίωση. Το πρόβλημα δημιουργείται μόνον από τα θηλυκά άτομα, ενώ τα  αρσενικά τρέφονται αποκλειστικά με χυμούς φυτών. Υπάρχουν 800 είδη σκνίπας, 64 από τα οποία μπορούν να μεταδώσουν την νόσο. Στις θερμές χώρες του νότου, στην Μεσόγειο και φυσικά στην Ελλάδα, η λεϊσμανίωση ενδημεί. Η μετάδοση από σκύλο σε σκύλο δεν γίνεται με την άμεση επαφή. Χρειάζεται να μεσολαβήσει η σκνίπα που κυκλοφορεί μόνον τις νυχτερινές ώρες. Αν αυτή τσιμπήσει ένα άρρωστο άτομο, θα μολυνθεί από τη νόσο. Έπειτα, αφού περάσουν περίπου 10 μέρες απαραίτητων διεργασιών μέσα στον οργανισμό της, μπορεί, πάλι με τσίμπημα, να την μεταδώσει σε ένα υγιές. Ο σκύλος και άλλα θηλαστικά, μπορούν να μεταδώσουν την ασθένεια, όταν το παράσιτο κυκλοφορεί στο αίμα τους και βρίσκεται στα σημεία του δέρματος που μπορεί να τσιμπήσει η σκνίπα. Ως τρόποι προστασίας από τη νόσο χρησιμοποιούνται αντιπαρασιτικά περιλαίμια, εντομοαπωθητικές ουσίες και φαρμακευτικά σκευάσματα. Τα "στέκια" της σκνίπας, η οποία κυκλοφορεί από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο, βρίσκονται σε λατομεία, στάνες, κοτέτσια, παλιά πηγάδια, ξερολιθιές, και πέτρινες μάντρες.

 

Ο Βύρων Χανιώτης είναι ιατρικός εντομολόγος και συγγραφέας των βιβλίων "Αρθρόποδα και Δημόσια Υγεία", και "Λοιμώξεις, Παρασιτώσεις, Αλλεργίες από Αρθρόποδα". Ιδιαίτερος τομέας ενασχόλησής του είναι η  "Ζωοπροφύλαξη" (
όρος που έχει χρησιμοποιηθεί, μεταξύ άλλων, και στην μελέτη της ελονοσίας - Zooprophylaxis). Ως προς την λεϊσμανίωση, ζωοπροφύλαξη σημαίνει τεχνητή εκτροπή της σκνίπας σε ζώα που δεν είναι δεκτικά στην ασθένεια. Σύμφωνα με τις έρευνες του, οι οποίες σχετίζονται και με έρευνες που έγιναν στο Ισραήλ, τα είδη της σκνίπας που υπάρχουν στην Ελλάδα προτιμούν τον σκύλο παρά τον άνθρωπο. Οι σκνίπες αυτές είναι "ζωόφιλες" και όχι "ανθρωπόφιλες", και η προτίμησή τους αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο σκύλος έχει φυσιολογική θερμοκρασία 38.5 βαθμούς Κελσίου, ενώ ο άνθρωπος μικρότερη από 37. Ακόμα περισσότερο και από τον σκύλο όμως, αυτές οι σκνίπες προτιμούν τα πουλερικά (κότες, γαλοπούλες κλπ), γιατί τα πουλερικά έχουν ακόμα υψηλότερη φυσιολογική θερμοκρασία που φτάνει τους 40 βαθμούς. Η σκνίπα αρέσκεται στο θερμότερο αίμα, και συνεπώς τα ζώα με την υψηλότερη φυσιολογική θερμοκρασία λειτουργούν "προστατευτικά" προς εκείνα με την χαμηλότερη! 

Το θέμα όμως δεν σταματάει εδώ. Γιατί, καθώς τα πουλερικά θα δεχτούν τα περισσότερα τσιμπήματα, έχουν να διαδραματίσουν και έναν ακόμα σημαντικό ρόλο: Τα ερυθροκύτταρα των πουλερικών διαφοροποιούνται από εκείνα των θηλαστικών γιατί έχουν πυρήνα. Στον πυρήνα αυτόν υπάρχει ένα ειδικό ένζυμο το οποίο καταστρέφει τη Λεϊσμάνια μέσα στο έντερο του εντόμου. Που σημαίνει πως, όταν μια μολυσμένη σκνίπα μεταδότης τσιμπήσει ένα πτηνό, κατά κάποιο τρόπο, "αποστειρώνεται" και δεν μπορεί πια να μεταδώσει τη νόσο! Ο Βύρων Χανιώτης αναφέρει μάλιστα ότι, τις περισσότερες σκνίπες που μάζευε για τις έρευνές του, τις έβρισκε κυρίως σε παλιά κοτέτσια.

 

Σύμφωνα με την κτηνίατρο Ανδρονίκη Πριμηκύρη, αυτό που συμβαίνει μπορεί να το καταλάβει κανείς αν δει τα οικοσυστήματα σαν ζωντανούς οργανισμούς στην ολότητά τους, όπου η τάση για ισορροπία δημιουργείται με τη συμβίωση. Στη φύση, αναπτύσσονται μηχανισμοί που επιτρέπουν στα όντα να αμύνονται και να διατηρούνται υγιή συμβιώνοντας. Στη Αφρική π.χ, μπορεί να ενδημεί ανάμεσα στα βοοειδή, η ασθένεια "μπαμπέζια". Εκεί υπάρχουν ασυμπτωματικοί φορείς της ασθένειας, οι οποίοι δεν νοσούν. Αν όμως πάρεις ένα ζώο από την Ευρώπη και το ρίξεις ανάμεσά τους, αυτό θα νοσήσει και μάλιστα σοβαρά. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι κλιματικές, και οι εδαφικές συνθήκες και αλλαγές. Όμως, για να γίνουν αυτές οι προσαρμογές, χρειάζονται εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια. Το πρόβλημα είναι πως οι ισορροπίες αργούν να δημιουργηθούν, ενώ διαταράσσονται πολύ γρήγορα.

Στην σημερινή εποχή, ο άνθρωπος έχει προκαλέσει μια τεράστια διαταραχή σ’ όλο τον πλανήτη με την καταστροφή μεγάλων οικοσυστημάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο, κάποιοι παθογόνοι οργανισμοί που ήταν αβλαβείς όσο ζούσαν στο φυσικό περιβάλλον τους, απελευθερώνονται, χάνοντας τους φυσικούς "ξενιστές" τους (δηλαδή τα ζώα πάνω στα οποία οι μικροοργανισμοί είχαν "μάθει" να φιλοξενούνται, και τα οποία, λόγω της μακρόχρονης συμβίωσης και προσαρμογής, δεν νοσούσαν). Ψάχνοντας να βρουν καινούριο "σπίτι", δηλαδή κάποιους άλλους οργανισμούς που θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί τους και έτσι να επιβιώσουν, οι παθογόνοι αυτοί οργανισμοί δημιουργούν προβλήματα. Αυτό συμβαίνει διότι οι νέοι ξενιστές δεν έχουν καμιά εξοικείωση με τα άγνωστα στο δικό τους περιβάλλον μικρόβια, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουν και συχνά να πεθαίνουν, όταν έρθουν σε επαφή μαζί τους. Μια άλλη παράμετρος προστασίας είναι η "ειδικότητα ξενιστή", ότι δηλαδή μέσα από μακρόχρονες διαδικασίες, στη φύση έχουν δημιουργηθεί διαφορετικές αρρώστιες που αφορούν τα διαφορετικά είδη. Τις αρρώστιες του σκύλου π.χ, φυσιολογικά δεν τις παθαίνει ο άνθρωπος, τις αρρώστιες της αγελάδας δεν τις παθαίνει ο σκύλος και ούτω καθ' εξής. Η αλλαγή ξενιστή όμως, όποτε αυτή συμβαίνει, είναι ένα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο. Παράδειγμα η νόσος των τρελών αγελάδων που πέρασε από τα πρόβατα στις αγελάδες, και από εκεί στον άνθρωπο. Άλλο παράδειγμα, η γρίπη των πουλερικών, που ήδη περνάει στον άνθρωπο, γιατί έχουν διαταραχτεί παράγοντες προστασίας που δεν τους γνωρίζουμε. Κάτι ανάλογο με αυτό που περιγράψαμε, φαίνεται ότι συμβαίνει στα αγροτικά οικοσυστήματα, όπου άνθρωποι, αγροτικά ζώα, πουλερικά, έντομα, σκνίπες, κλπ. μπορούν να συμβιώνουν και να δημιουργούν συνθήκες προστασίας του ενός προς το άλλο. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η κότα παίζει ρόλο εξυγειαντή, γιατί μπορεί να "αποστειρώνει" τη σκνίπα, έτσι που αυτή δεν μεταδίδει πια την ασθένεια.

 

Μ’ αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς τα παλιά νοικοκυριά, τα νοικοκυριά με τα αγροτικά ζώα που αποτελούσαν ανθρωπογενή οικοσυστήματα, και τα οποία διατηρήθηκαν χιλιάδες χρόνια επί της γης. Πιθανότατα, ο παλιός αγρότης, που ζούσε στο αγροτόσπιτο με τα ζώα, τους σκύλους του και τα πουλερικά του, είχε μεγαλύτερη προστασία απέναντι στις ζωονόσους απ’ ότι ο σημερινός κάτοικος των προαστίων, που δεν έχει πουλερικά στον κήπο του αλλά διαθέτει γκαζόν και περιφράξεις όπου μπορεί να καταφύγει η σκνίπα που μεταδίδει την Λεϊσμάνια. Και επίσης, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς ό,τι κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει και για πολλά ακόμα νοσήματα.

 

 

Πηγή: Λεϊσμανίαση, καταστροφή των οικοσυστημάτων και νοσηρότητα - Κατερίνα Πλασσαρά, Δαίμων της Οικολογίας, τ. 62, 7/06: http://www.evonymos.org/greek/viewarticle.asp?id=2835  

(Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη ->Κίνηση Ιδεών-> Οικολογικός Τύπος-> Δαίμων της Οικολογίας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου