Ανέκδοτο ποίημα της Μαριανίνας Κριεζή, χαρισμένο στο περιοδικό "Εναλλακτική Κτηνιατρική κατά φύσιν" (τεύχος 23, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2006)
Ο Φωκίων και η φώκια
τον καιρό των ναυαγών
συναντήθηκαν στα βόρεια
των βορείων θαλασσών.
Από άσπρους σταλαχτίτες
φτιάξαν τότε μιά σπηλιά
για να μπαίνουνε τις νύχτες
να κοιμούνται αγκαλιά.
Κι όταν έλιωναν οι πάγοι
ψάρια τρώγανε ξερά,
ο Φωκίων το κεφάλι
και η φώκια την ουρά.
Ώσπου ήρθε ένα καράβι
με βαρύ εξοπλισμό
τον Φωκίωνα να πάρει
πίσω στον πολιτισμό.
Κι ο Φωκίων μπήκε μέσα
με την άσπρη του προβιά
να γυρίσει στη γυναίκα
και τα τρία του παιδιά.
Φεύγει-φεύγει το καράβι
πίσω δε θα ξαναρθεί
μα η φώκια κολυμπάει
και πιστά τ' ακολουθεί.
Εννιακόσα τόσα μίλια
κολυμπούσε σιωπηλή
κι όταν έφτασε στα χίλια
εξαντλήθηκε πολύ.
Μπρός να πάει δεν αντέχει
πίσω χάθηκ' η στεριά
κι έτσι πέτρωσε στη μέση
του νοτιά και του βοριά.
Και της Φώκιας το νησάκι
σημαδάκι μακρυνό
μέχρι σήμερα υπάρχει
στον μεγάλο ωκεανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου