Παλιό λαϊκό Ινδικό παραμύθι, σε απόδοση και διασκευή της Μαριανίνας Κριεζή* που γεννήθηκε σαν σήμερα
Μια ωραία μέρα με ήλιο, ένας άνθρωπος της πόλης πήγε βόλτα στην εξοχή. Κουράστηκε γρήγορα όμως. Έλυσε τότε τη γραβάτα του, ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και τον πήρε ο ύπνος. Τι γλυκά που τον νανούριζαν τα φύλλα που θρόιζαν και τ’ ανοιξιάτικα πουλιά! Χρρ, χρρ, ροχάλιζε ο άνθρωπος της πόλης. Ξαφνικά όμως ξύπνησε, πετάχτηκε πάνω και κοίταξε το ρολόι του.
- Κατάρα, παλιοκατάσταση, φώναξε. Πάλι έχασα το τρένο για την πόλη!
Κι άρχισε να κλωτσάει τον κορμό του δέντρου απ’ το κακό του: Ντακ-ντουκ, ντακ-ντουκ…
- Κατάρα, παλιοκατάσταση, ψιθύρισε το δέντρο κι από την ταραχή του -χλουπ- του ξέφυγε ένας καρπός μεγάλος σαν καρπούζι. Εκείνη την ώρα όμως πέρναγε από κάτω ένας κόκορας και -γκαπ- έφαγε το καρπούζι στο κεφάλι.
- Κατάρα, παλιοκατάσταση, λάλησε ο κόκορας. Φτεροκοπώντας από το θυμό του, -τσικ- τσίμπησε ότι βρέθηκε μπροστά του: ένα χοντρό μπούτι μοσχαρίσιο.
- Κατάρα, παλιοκατάσταση, μουγκάνισε το μοσχάρι. Παραπατώντας από τον πόνο, σκόνταψε σε μια πέτρα και -πλαφ- έπεσε μέσα σε μια θάλασσα από λουλούδια.
- Κατάρα, παλιοκατάσταση, ζουζούνισε η μέλισσα που πετάχτηκε μεσ’ από έναν κρίνο. Τρελαμένη από το φόβο της, ζζζζζζζζ, πέταξε μακριά και κρύφτηκε μέσα σε μιά σπηλιά.
Η σπηλιά αυτή όμως, έτυχε να είναι το αυτί ενός ελέφαντα.
- Κατάρα, παλιοκατάσταση, χλιμίντρισε ο ελέφαντας. Και αφηνίασε. Κλαπατακλάπ - κλαπατακλούπ, κλαπατακλάπ – κλαπατακλούπ, έτρεχε σαν σίφουνας ο αφηνιασμένος ελέφαντας στα λιβάδια τ’ ανθισμένα, στα χωράφια τα σπαρμένα, στ’ αμπέλια, στ’ αγροκτήματα, στο δρόμο με τα σήματα, παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα του, ώσπου - μπουμ- τράκαρε στο πρώτο σπιτάκι του χωριού και -κρατς- το έκανε χίλια κομμάτια.
- Κατάρα, παλιοκατάσταση, αντήχησε τότε σε όλο το χωριό. Και να! Μέσ’ από τα χαλάσματα ξεπρόβαλε μια εξαγριωμένη γιαγιά. Φορούσε ποδιά της κουζίνας κι ήταν καπελωμένη μ’ ένα μεγάλο φύλλο για πίτα. Βγάζει το φύλλο από το κεφάλι της η γιαγιά, κοιτάζει δεξιά, δε βλέπει κανέναν. Κοιτάζει αριστερά, τίποτα. Κοιτάζει ίσια μπροστά της, βλέπει τον ελέφαντα και τον αρπάζει απ’ την προβοσκίδα.
- Βρε παχύδερμο, του λέει, γιατί, γιατί, γιατί γκρέμισες το σπιτάκι μου; Τώρα να δεις τι θα σου κάνω!
- Δε φταίω εγώ γιαγιά, δικαιολογήθηκε ο ελέφαντας. Εκείνη εκεί η μέλισσα φταίει που μου μπήκε στο αυτί και αφηνίασα.
Μια και δυό η γιαγιά πάει, βρίσκει τη μέλισσα και την αρπάζει απ’ το φτερό.
- Βρε παλιοζουζούνι, της λέει, γιατί, γιατί, γιατί γκρέμισες το σπιτάκι μου; Τώρα να δεις τι θα σου κάνω!
- Δε φταίω εγώ γιαγιά, δικαιολογήθηκε η μέλισσα. Εκείνο εκεί το μοσχάρι φταίει που έπεσε με τα μούτρα μες στα λουλούδια και τρόμαξα.
Μια και δυό η γιαγιά πάει, βρίσκει το μοσχάρι και το αρπάζει απ’ τα κέρατα.
- Βρε μοσχάρι, του λέει, γιατί, γιατί, γιατί γκρέμισες το σπιτάκι μου; Τώρα να δεις τι θα σου κάνω!
- Δε φταίω εγώ γιαγιά, δικαιολογήθηκε το μοσχάρι. Εκείνος εκεί ο κόκορας φταίει που μου έκοψε τσιμπιά και πόνεσα.
Μια και δυό η γιαγιά πάει, βρίσκει τον κόκορα και τον αρπάζει απ’ το λειρί.
- Βρε βρωμόπουλο, του λέει, γιατί, γιατί, γιατί γκρέμισες το σπιτάκι μου; Τώρα να δεις τι θα σου κάνω!
- Δε φταίω εγώ γιαγιά, δικαιολογήθηκε ο κόκορας. Εκείνο εκεί το δέντρο φταίει που μου πέταξε στο κεφάλι ένα σανκαρπούζι και θύμωσα.
Μια και δυό η γιαγιά πάει, βρίσκει το δέντρο και το αρπάζει απ’ τα κλαδιά.
- Βρε διαβολόδεντρο, του λέει, γιατί, γιατί, γιατί γκρέμισες το σπιτάκι μου; Τώρα να δεις τι θα σου κάνω!
- Δε φταίω εγώ γιαγιά, δικαιολογήθηκε η σανκαρπουζιά. Εκείνος εκεί ο άνθρωπος φταίει που με τρέλανε στις κλωτσιές και καταταράχτηκα.
Μια και δυό η γιαγιά πάει, βρίσκει τον άνθρωπο της πόλης και τον αρπάζει απ’ τ’ αυτί.
- Βρε παλιάνθρωπε, του λέει, γιατί, γιατί, γιατί γκρέμισες το σπιτάκι μου; Τώρα να δεις τι θα σου κάνω!
Κατέβασε το κεφάλι αυτός.
- Συγνώμη γιαγιά, μουρμούρισε.
Τότε εκείνη έβαλε τα γυαλιά της, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, τον κοίταξε καλά-καλά και είδε πως ήταν ο εγγονός της.
- Από μικρός ήσουν ζημιάρης Θανάση, του είπε αυστηρά. Τι με κοιτάς; Τρέχα να φέρεις εργαλεία και υλικά και ξαναφτιάξε αμέσως το σπιτάκι μου ίδιο όπως ήταν πρώτα!
Τι να κάνει ο άνθρωπος της πόλης, πάει, φέρνει εργαλεία και υλικά, χτίζει, χτίζει, πετροχτίζει, πελεκάει και μυστρίζει, φτιάχνει τζάκι με στολίδια και σκεπή με κεραμίδια, πριονίζει και καρφώνει και πορτοπαραθυρώνει, σοβατίζει, πλακοστρώνει και ασπρίζει κι' ασβεστώνει, ώσπου το σπιτάκι έγινε ακόμα καλύτερο από πρώτα!
Όταν το είδε η γιαγιά, ενθουσιάστηκε! Αγκάλιασε λοιπόν τον εγγονό της και τον φίλησε και στα δυό του μάγουλα.
- Μπράβο Θανασάκη μου, του είπε. Είδες άμα θέλεις; Έλα μέσα τώρα να σου ξαναφτιάξω απ’ την αρχή τη χορτόπιτα που σου αρέσει. Θα φάμε, θα πιούμε και θα χορέψουμε. Και μετά, αν δε σε πάρει πάλι ο ύπνος, μπορεί και να προλάβεις το επόμενο τρένο για την πόλη!
*8/09/1947 - 6/02/2022 [Το παραμύθι αυτό, που έχει μείνει αδημοσίευτο, αλίευσα ανατρέχοντας, ακόμα μια φορά, με νοσταλγία, στο ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο και την αλληλογραφία που είχα μαζί της. Κ.Π]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου