Η ορθολογική προσέγγιση του κόσμου μπορεί να προσφέρει στην Ηθική τα εργαλεία που χρειάζονται ώστε, υπερβαίνοντας το στάδιο του απλουστευτικού συναισθηματισμού, να περάσει σε εκείνο των επιχειρημάτων: Μια φιλοσοφική θεώρηση από τον Παναγιώτη Τσιαμουρα
«Στην αρχή-αρχή της Γένεσης, γράφει ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να άρχει “των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών”. Βεβαίως, την Γένεση την συνέταξε ένας άνθρωπος και όχι ένα άλογο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Θεός είχε πραγματικά θελήσει να βασιλεύει ο άνθρωπος στα άλλα πλάσματα. Είναι πιο πιθανό ότι ο άνθρωπος επινόησε το Θεό για να καθαγιάσει την εξουσία που σφετερίστηκε πάνω στην αγελάδα και στο άλογο» (Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, 2007, σελ. 291).
Αναμφισβήτητα, στις σημερινες δυτικές κοινωνίες, ο ειδισμός (speciesism) συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον χριστιανισμό. Για τη συγκεκριμένη θρησκεία, το ζώο δεν διαθέτει ψυχή, θεωρείται λιγότερο έξυπνο από τον άνθρωπο, δεν υποφέρει εξίσου με αυτόν και, συνεπώς, δεν μπορεί να έχει δικαιώματα.
Όμως, η αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τα ζώα δεν ανάγεται αποκλειστικά σε θρησκευτικές παραδόσεις. Ακομα και στον Διαφωτισμό, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει, και ορθολογιστές εξακολουθούν να διατείνονται ότι ο ανθρωπος είναι κάτι ανώτερο και ξεχωριστό που καταλαμβάνει την υψηλότερη θέση στην κλίμακα της φύσης. Ο ειδισμός των κυριότερων μονοθεϊστικών θρησκειών βρήκε την πλήρη υποστήριξη του ορθολογισμου και πέρασε από τα θυσιαστήρια των θεών στα ολοκαυτώματα που γίνονται σημερα στους βωμούς της επιστημονικής έρευνας και της εντατικής κτηνοτροφίας.
Και είναι αλήθεια ότι ο ειδισμός και ο ανθρωποκεντρισμός αποτελεί κοινό τόπο τόσο για εκείνους που πιστεύουν στον θεό όσο για και εκείνους που δεν πιστευουν. Όταν πρόκειται για ζώα, θρησκευόμενοι λαϊκοί και άθεοι ορθολογιστές ομονοούν, ετσι ώστε να θριαμβεύει στο τέλος η κοινή θρησκεία του συμφέροντος και της ιδιοτέλειας. Έτσι ακριβώς οπως λέει και ο Κούντερα στην "Αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι", «το δικαίωμα να σκοτώνει ένα ελάφι ή μία αγελάδα είναι το μόνο πράγμα για το οποίο ολόκληρη η ανθρωπότητα βρίσκεται αδελφικά σύμφωνη, ακόμη και στη διάρκεια των πιο αιματηρών πολέμων».
Πράγματι, πολλοί από εκείνους που δηλώνουν άθεοι ή αγνωστικιστές αδυνατούν να απελευθερωθούν από τον ειδισμό. Όμως, μία αντίληψη που αρνείται, βάσει του ορθού λόγου, την ύπαρξη ενός υπερβατικού θεού, θα έπρεπε να ήταν και ΑΝΤΙειδιστική. Και είναι τουλάχιστον παράξενο το γεγονός ότι, ενώ σχεδόν σε όλα τα ζητήματα της ζωής μας ο ορθός λόγος υπολήπτεται ως η πλέον εξέχουσα ικανότητα του ανθρώπου, οι σχέσεις μας με τα μη ανθρώπινα ζώα θεμελιώνονται σε κληροδοτημένες παραδόσεις και εξακολουθούν να ειναι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης σε βάρος τους.
Σήμερα μπορούμε πλεον να μιλάμε για το ανθρώπινο είδος με όρους ορθολογικούς, μελετώντας το με τις μεθόδους των φυσικών επιστημών, και όχι με όρους θεολογικούς. Αν λοιπόν ο ορθός λόγος είναι εκείνο που μας οδηγεί σε μία εμπεριστατωμένη κατανόηση του κόσμου, ο ίδιος ο ορθός λόγος θα επρεπε να μας ωθει στον αντιειδισμό. Αναγνωρίζοντας το κάθε ζώο ως μοναδικοτητα, μία ορθολογική κοσμοθεώρηση οφείλει να αντιστέκεται σε κάθε είδους στρέβλωση και ιδιοτέλεια, όποιο και αν είναι το τίμημα. Δεν μπορούμε να εγκαταλείπουμε τον ορθό λόγο κάθε φορά που εμφανίζεται άβολος, δεν είναι θεμιτό να τον χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, ούτε να εφαρμόζουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εξάλλου, αυτό το πρόσφορο εργαλείο δεν είναι ένα άκαμπτο σχήμα που απλώς ταξινομεί άπαξ, αποκλείει την έκπληξη και ερμηνεύει τα πάντα δογματικά, βάσει προκατασκευασμένων εννοιών, αλλά είναι ένα εργαλείο εύκαμπτο, ανοιχτό και σε διαρκή εξέλιξη.
Η ορθολογική και ΜΗ μεταφυσική προσέγγιση του κόσμου, μπορεί να προσφέρει στην ηθική τα εργαλεία που χρειάζονται ώστε, υπερβαίνοντας το στάδιο του απλουστευτικού συναισθηματισμού, να περάσει σε εκείνο των επιχειρημάτων. Αν ο ορθός λόγος μας οδήγησε στη «Διακήρυξη του Κέιμπριτζ για τη συνείδηση»*, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν και άλλα αισθανόμενα και νοήμονα ζώα πλην του ανθρώπου, ο ίδιος λόγος μας ωθεί και πάλι ώστε να διευρύνουμε συνεχως την σφαίρα της ηθικής και πολιτικής θεώρησης των μη ανθρώπινων όντων. Τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομενα οδηγούν ολοκληρες κατηγορίες, ταξινομήσεις, δογματικες ερμηνείες και συγκεκριμένες αντιληψεις για τους ανθρώπους (δυτικούς, λευκούς, χριστιανούς κλπ) σε ριζική αναθεώρηση. Οδηγει επίσης τα τείχη που είχαν υψωθεί αναμεσα στα ανθρώπινα και στα υπόλοιπα πλάσματα σε κατάρρευση.
Ίσως η επίδραση της θεωρίας της εξέλιξης να υπήρξε καθοριστική, αλλά δεν κατόρθωσε να κατεδαφίσει τον ανθρωποκεντρικό ισχυρισμό για την διαφορετική και εξαιρετικής ποιότητας ιδιαιτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα είδη. Ακόμα και σήμερα, παρασυρόμαστε σε χονδροειδείς παρερμηνείες και λανθασμένες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος ΔΕΝ κατάγεται από τον χιμπαντζή, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά ο άνθρωπος και ο χιμπαντζής έχουν κοινό πρόγονο. Δεν πρόκειται για ήσσονος σημασίας διαφορά, γιατί το να είσαι εγγόνι ενός είδους, αντί για ξάδερφος, συνεπάγεται μία προνομιακή θέση στην πορεία της εξέλιξης. Αυτή η λανθασμένη θέση συμβάλλει στην στρεβλή πρόσληψη του πραγματικού περιεχομένου της θεωρίας, σύμφωνα με την οποία ΔΕΝ υπάρχει κάποια πυραμίδα, την κορυφή της οποίας καταλαμβάνει θριαμβευτικά ο Homo sapiens. Απεναντίας, βρισκόμαστε ενώπιον ενός «δένδρου» που διακλαδίζεται με εκατομμύρια τρόπους, και ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα από αυτά τα κλαδιά, που προέρχονται από την ίδια ρίζα (αρχέγονο γενετικό υλικό) και από τα οποία κανένα δεν κατέχει κυρίαρχη θέση.
Η εξέλιξη δεν οδηγεί σε μία αύξηση της τάξης και της πολυπλοκότητας, προς το «σημείο Ωμέγα», γιατί δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίον η σύγχρονη βιολογία αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η εξέλιξη συνεπάγεται αλλαγή, αλλά όχι απαραιτήτως πρόοδο. Και σε τελική ανάλυση τι σημαίνει πρόοδος; Τα περιβάλλοντα μεταβάλλονται και, ό,τι σήμερα είναι καλά προσαρμοσμένο, αύριο, σε διαφορετικές συνθήκες, μπορεί να μην είναι. Όταν αναφερόμαστε σε ζωντανούς οργανισμούς, δεν είναι θεμιτό να μιλάμε για λιγότερο ή περισσότερο εξελιγμένα είδη. Όλα τα είδη είναι εξίσου εξελιγμένα. Τα ερπετά που βρίσκονται σήμερα πάνω στη Γη δεν είναι τα ίδια με εκείνα από τα οποία προήλθαν οι μεγάλες ομάδες των πτηνών πριν από εκατομμύρια χρόνια – και αυτά με τη σειρά τους έχουν εξελιχθεί. Είναι λάθος να θεωρούμε ότι μία δομή που εμφανίζει κάποιο βαθμό πολυπλοκότητας σε ένα είδος, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, δεν μπορεί να προέκυψε από μία δομή η οποία αρχικώς ήταν περισσότερο (και όχι λιγότερο) πολύπλοκη στο προγονικό είδος.
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, επιστήμες όπως η βιολογία προχώρησαν με αποφασιστικότητα στην οριστική ενοποίηση του κόσμου των έμβιων, στην αναγνώριση της συνέχειας μεταξύ των οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων και όσων νέων μορφών ανακαλύφτηκαν πρόσφατα. Στη φύση υφίσταται μία βαθιά ενότητα και δεν υπάρχει κάποια υπερβατική πλευρά του ανθρώπου, ικανη να στοιχειοθετήσει μία ρήξη, ένα άλμα, έτσι ώστε να χαραχθεί μία αγεφύρωτη απόσταση από τα άλλα όντα, τέτοια που να νομιμοποιεί διακρίσεις και διαχωρισμούς.
Στην πραγματικότητα, όσο και αν προσπαθήσαμε, ό,τι και αν επινοήσαμε, προκειμένου να παγιώσουμε κάποια μορφή ρήξης μεταξύ του ανθρώπου και των άλλων ζώων, αυτή η ρήξη δεν υφίσταται. Πολλά ζώα κατέχουν ό,τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως νου, ορισμένα έχουν αυτοσυνείδηση και ενεργούν με επίγνωση προθέσεων και σκοπών, δημιουργούν πολιτισμούς και γλώσσες, εκφράζουν συναισθήματα και εκδηλώνουν συμπεριφορές που συνδέονται βαθιά με την ηθική, όπως η συμπόνια, και η ενσυναισθηση. Δεν έχει νόημα να αποδίδουμε στον άνθρωπο έναν περισσότερο εξελιγμένο νου (απλώς γιατί πιστεύουμε ότι διαθέτει πιο πολύπλοκο εγκέφαλο), όπως δεν έχει νόημα να δημιουργούμε ιεραρχίες λιγότερο ή περισσότερο τέλειων μορφών όσφρησης ή όρασης, γιατί η επιλογή επιβραβεύει ό,τι είναι πιο κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και προσαρμόζεται καλύτερα σε αυτό – όχι ό,τι εμείς οι άνθρωποι κρίνουμε ότι είναι το απολύτως καλύτερο.
Η ζωική νοημοσύνη δεν είναι μία νοημοσύνη λιγότερο ανεπτυγμένη της ανθρώπινης. Είναι μία διαφορετική νοημοσύνη, γιατί υπάρχουν πολλές και διαφορετικές μορφές νοημοσύνης, όλες όμως είναι τέτοιες στο μέτρο που βοηθούν τα διαφορετικά όντα να προσαρμοστούν στα εκάστοτε περιβάλλοντα.
Οι ικανότητες των ζώων κλίνονται στον πληθυντικό αριθμό: όχι μόνο κάθε είδος, όχι μόνο μεταξύ των ειδών, αλλά και εντός του ιδίου είδους παρατηρούνται διαβαθμίσεις. Το κάθε ζώο αναπτύσσει εκείνες τις ικανότητες που το βοηθούν να θέτει προβλήματα και να τα επιλύει, να βρίσκει τρόπους να ικανοποιεί τις επιθυμίες του μέσα στο ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο ζει.
Εκεί όπου οι ειδιστές βλέπουν ένα ρήγμα ίσως υπαρχει μία γερή αρμογή. Και αν σήμερα πολλά είναι εκείνα που μας διαφεύγουν, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε περιπτώσεις πλασμάτων τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα, γιατί ο κόσμος τους είναι πολύ διαφορετικός από τον δικό μας ώστε να μπορούμε να τον κατανοήσουμε, θα ήταν πιο συνετό να αναρωτηθούμε μήπως αυτό οφείλεται στην ανεπάρκεια των δικών μας μεθοδολογικών και επιστημολογικών εργαλείων.
Δεδομένου λοιπόν ότι η γραμμή που θελει να διαχωρίζει τα ανθρώπινα από τα άλλα ζώα γίνεται ολοένα πιο λεπτή και σαθρή, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί ως προς το ποιον αποκλείουμε –αν δεχτούμε ότι έχουμε το δικαίωμα να αποκλείσουμε κάποιον– από τη σφαίρα της ηθικής θεώρησης. Και μία ορθολογική και δίχως προκαταλήψεις οπτική δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη της αυτή την πραγματικότητα. Μολονότι και ο άνθρωπος με τη σειρά του είναι ένα είδος μοναδικό, με ξεχωριστά και απαραμείωτα χαρακτηριστικά, αυτό δεν σημαίνει πως για μία φυσιοκρατική οπτική είναι κάτι περισσότερο από ένα ακόμη ζώο στον κόσμο της φύσης.
H ασυνέπεια του δογματικού, εργαλειακού και στενά ωφελιμιστικού ορθολογισμού μας αναδεικνύεται ιδιαίτερα σε τρεις περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά τη διάκριση του καλού (ό,τι προσφέρει ικανοποίηση) από το κακό (ό,τι προκαλεί πόνο) βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και κανόνων: είναι κακό να σκοτώνουμε, γιατί το θύμα υποφέρει και νιώθει πόνο και γιατί οποιοσδήποτε κάποια στιγμή ενδέχεται να βρεθεί στη θέση του. Θέτοντας σε πρώτο πλάνο το κριτήριο της ικανότητας ενός πλάσματος να νιώθει πόνο ή/και απόλαυση, τίθενται ορισμένα θεμελιώδη ηθικά ερωτήματα: Πώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε ορθολογικά τον ειδισμό, αν η συγκεκριμένη ικανότητα είναι το πρώτο θεμέλιο της ηθικής και αν διατρέχει όλα σχεδόν τα έμβια όντα;
Πώς μπορούμε, δίχως να παραβιάζουμε την αρχή της μη αντίφασης, να υποστηρίζουμε ταυτοχρόνως ότι είναι κακό να σκοτώνουμε έναν άνθρωπο, γιατί αυτό θα του προκαλέσει πόνο, αλλά αυτό δεν ισχύει για ένα ζώο που θα πονέσει επισης; Πώς μπορούμε να νομιμοποιήσουμε την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος έχει μεγαλύτερη αξία από τα άλλα; Δεν μπορούμε να το κάνουμε παρά μόνο παραβιάζοντας τις ίδιες τις αρχές του ορθολογισμού και επικαλούμενοι μεταφυσικές και αόριστες θεωρήσεις. Η ηθική του ειδισμού είναι αναπόφευκτα μία μη βιώσιμη ηθική, δεδομένου ότι επιβάλλει μεροληπτικούς κανόνες και στάσεις ζωής που είναι ακατάλληλες για την προώθηση του καλού και της ευτυχίας των όντων και προάγγελοι γενοκτονιών.
Η συνηθισμένη ένσταση απέναντι στα επιχειρήματα των αντιειδιστών: «Γιατί δεν θα έπρεπε να σκοτώνουμε ζώα, αφού ούτως ή άλλως και αυτά σκοτώνονται και τρώγονται μεταξύ τους;» ηχεί αν μη τι άλλο παράδοξη, καθώς οι άνθρωποι, που κατά κανόνα θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από τα άλλα ζώα, ξαφνικά καταφεύγουν σε ένα επιχείρημα που ουσιαστικά σημαίνει ότι, ως προς την ηθική μας, θα οφείλαμε να εναρμονιζόμαστε με τα ζώα και να κάνουμε ό,τι και αυτά***.
Η δεύτερη αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις λεγόμενες «οριακές περιπτώσεις», παναπεί τα βρέφη, τα άτομα με μορφές νοητικής «υστέρησης», με κινητικά προβλήματα κ.ά., στα οποία κανείς δεν θα σκεφτόταν να αρνηθεί τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, μολονότι πολλά ζώα είναι ασύγκριτα πιο «λογικά» ή «ικανότερα» από αυτά. Αν τα συγκεκριμένα υποκείμενα γίνονται ολοένα πιο ορατά στις κοινωνίες μας, την ίδια στιγμή στερούμε τα πλέον βασικά δικαιώματα από τα ζώα που χρησιμοποιούμε σε πειράματα ή από όσα εκτρέφουμε – και όλα αυτά με τη συναίνεση του νόμου και της Διεθνούς Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Ζώων.
Ας φανταστούμε τις αντιδράσεις που θα ξεσηκώνονταν, αν στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ενσωματωθεί ένα άρθρο που θα προβλέπει ότι «οι άνθρωποι που εκτρέφονται για τη διατροφή άλλων ανθρώπων πρέπει να στεγάζονται, να τρέφονται, να μετακινούνται και να θανατώνονται χωρίς πρόκληση πόνου και αγωνίας»! Ωστόσο αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί η ιδέα να χρησιμοποιούνται άνθρωποι με υστέρηση σε βιοϊατρικά πειράματα μας θυμίζει την εγκληματική ναζιστική βαρβαρότητα και προκαλεί μέσα μας ηθική αποστροφή, ενώ, όταν διαβάζουμε ότι χιμπατζήδες χρησιμοποιούνται σε πειράματα και συχνά δολοφονούνται, αυτό μας αφήνει αδιάφορους.
Η τρίτη κραυγαλέα ασυνέπεια της στάσης μας απέναντι στα ζώα παρατηρείται στα είδη με τα οποία επιλέγουμε να τρεφόμαστε. Η πλειονότητα των ανθρώπων που ακολουθούν τη διατροφή της μπριζόλας διακρίνουν τα ζώα που καταλήγουν στο πιάτο μας από εκείνα με τα οποία δενόμαστε συναισθηματικά και επομένως δεν τους επιφυλάσσουμε την ίδια τύχη (όπως τα γατια και τα σκυλιά, τουλάχιστον στη δυτική γαστρονομία). Η ασυνέπεια έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για έναν αυθαίρετο διαχωρισμό, ο οποίος στερείται οποιασδήποτε λογικής βάσης. Πόσο μάλλον όταν, πρόθυμα και με ευχαρίστηση, καταβροχθίζουμε τα πτώματα όσων ζώων εμείς οι ιδιοι δεν θα μπορούσαμε να σκοτώσουμε αλλά αυτό δεν μας ενοχλεί όταν το κάνουν άλλοι για μας.
...
Δεν υπάρχει άλλος λόγος για να προβαίνουμε σε διακρίσεις σε βάρος των υπόλοιπων υπάρξεων παρά μόνο ο νόμος του ισχυρότερου και της κυριαρχίας. Ομως αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με τον ορθό λόγο ούτε με τη δικαιοσύνη... Και θα επρεπε να απέχουμε από οποιαδήποτε πράξη θα μπορούσε να προκαλέσει πόνο σε άλλα έμψυχα – όπως ακριβώς δεν πρέπει να υποδουλώνουμε, να κακοποιούμε ή να θανατώνουμε άλλους ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικοί από εμάς... Κάθε ορθολογιστής οφείλει να αντιληφθεί αυτήν τη δραματική αντίφαση, συνειδητοποιώντας πως το κρέας στο τραπέζι του είναι στην πραγματικότητα το κομμάτι του πτώματος ενός αισθανόμενου πλάσματος (sentient being), πίσω από το οποίο κρύβονται οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, και πως η χορτοφαγική ή η βίγκαν διατροφή δεν αποτελεί "ακρότητα" η παραξενιά, αλλά την άμεση συνέπεια μίας πνευματικά και διανοητικά ειλικρινούς και ορθολογικής ηθικής.
Πηγή - πρωτοτυπο κείμενο: Για μία ηθική άθεη και αντιειδιστική: https://jacobin.gr/mia-ithiki-athei-antieidistiki/
(επιλογή, επιμέλεια, περικοπές, απλουστευσεις, υπογραμμίσεις, παραπομπες και hyperlinks by Gatouiti)
Photo2 at https://fcmconference.org/ (Francis Crick)
Ο Παναγιώτης Τσιαμούρας** είναι διδάκτορας φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μεταφραστής. Μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει τα βιβλία: Homo Sacer (Έρμα, 2018), Το συνέδριο των νεκρών (Έρμα, 2018), Η ψυχή των ζώων (Κυαναυγή, 2019) και Το ανοιχτό (Κυαναυγή, 2021). Αρθρογραφεί τακτικά σε περιοδικά και εφημερίδες.
*https://www.psychologytoday.com/us/blog/animal-emotions/201208/scientists-conclude-nonhuman-animals-are-conscious-beings, https://www.newscientist.com/article/mg21528836-200-animals-are-conscious-and-should-be-treated-as-such/, https://sciencesupportanimalrights.blogspot.com/2013/05/blog-post.html, pfpo.gr , efsyn.gr , pressreader.com/greece/avgi
**https://biblionet.gr/προσωπο/?personid=44334, https://www.kianavgi.gr/el/syggrafeis/panagiotis-tsiamoyras, facebook.com/story
***Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι, ενώ τα ζώα σκοτωνονται μεταξύ τους από ΑΝΑΓΚΗ, οι άνθρωποι δολοφονούν και συχνά βασανίζουν για πολυτέλεια ή/και "αναψυχή" (βλ. foie gras, trophy hunting και πολλά άλλα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου