Τρίτη 2 Απριλίου 2024

Η υποχρεωτική πρακτική μου εξάσκηση


Απόσπασμα από την βιωματική αφήγηση της Γερμανίδας κτηνιάτρου Christiane Haupt, με τίτλο "MEIN PRAKTIKUM IM SCHLACHTHOF" που δημοσιεύτηκε το 2006, στο γερμανικό περιοδικό EMMA 










Αναρτημένη εκεί όπου ξεφορτώνουν τα φορτηγά, υπάρχει μια επιγραφή: "Δεκτά μόνον ζώα που είναι νομίμως πιστοποιημένα και που μεταφέρονται σύμφωνα με τους νόμους για την προστασία τους". Κάτω στο τσιμέντο, βλέπω ένα γουρούνι πεταμένο στην άκρη. "Πεθαίνουν κατά την διάρκεια της μεταφοράς. Από καρδιακή προσβολή. Μπορεί να συμβεί και αυτό μερικές φορές", μου εξηγούν. 

Ευτυχώς έχω φέρει μαζί το παλιό μου μπουφάν. Χώνω τα χέρια στις τσέπες και προσπαθώ να φερθώ ψύχραιμα και πολιτισμένα, καθώς ο διευθυντής του σφαγείου μου εξηγεί: Η επιθεώρηση γίνεται, βιαστικά. Επτακόσια γουρούνια φτάνουν εδώ κάθε μέρα - πώς να τα βγάλουν πέρα; Χρόνος για πλήρη ιατρικό έλεγχο τόσων ζώων δεν υπάρχει. 

Αρχές Οκτωβρίου κι' έπιασε κρύο, αλλά το δικό μου ρίγος δεν οφείλεται μόνο σ' αυτό. "Δεν βρίσκουμε άρρωστα ζώα, συνήθως. Αν βρίσκαμε θα τα στέλναμε πίσω αμέσως, και ο παραγωγός θα πλήρωνε ένα γερό πρόστιμο. Μόνο μια φορά συνέβη αυτό και ποτέ ξανά". Σφίγγω τα χείλη. Γνέφω καταφατικά. Ψυχραιμία. Πρέπει να κάνεις έξι βδομάδες υπομονή. Αναρωτιέμαι όμως τι γίνονται τα άρρωστα γουρούνια. "Υπάρχει ειδικό σφαγείο γι' αυτά", μου εξηγούν. 

Ακούω να λένε για το νομικό πλαίσιο που διέπει τις μεταφορές των ζωντανών, και πόσο σημαντική είναι η προστασία των ζώων στις μέρες μας. Τέτοια λόγια, ειπωμένα σ' ένα μέρος σαν κι' αυτό, ακούγονται κάπως μακάβρια. Στο μεταξύ, ανεβαίνει ένα διόροφο φορτηγό. Γρυλίσματα και ουρλιαχτά ξεπηδούν από μέσα του. Στο αμυδρό φως του πρωινού, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς λεπτομέρειες. Το όλο σκηνικό είναι σουρεαλιστικό και θυμίζει εφιαλτικό ρεπορτάζ από εμπόλεμες ζώνες στην τηλεόραση - σειρές από γκρίζα βαγόνια τραίνων, με χλωμούς τρομοκρατημένους ανθρώπους που οδηγούνται από οπλισμένους άνδρες. 

Κι' έτσι, εντελώς ξαφνικά, συναντώ τον εαυτό μου στη μέση του τρόμου. Από τέτοια υλικά είναι φτιαγμένοι οι εφιάλτες που σε κάνουν να ξυπνάς μέσα σ' έναν κρύο ιδρώτα, τρομοκρατημένος και περικυκλωμένος από ομίχλη και παγωνιά. Στο θαμπό ημίφως, σ' αυτό το αποκρουστικό και απρόσωπο συγκρότημα από τσιμεντένια κτίρια με ατσάλι και λευκά πλακάκια, στην άκρη ενός παγωμένου δάσους, συμβαίνουν πράγματα ανείπωτα που κανένας δεν θέλει να ξέρει. 


Οι φωνές των ζώων είναι το πρώτο πράγμα που ακούω, μόλις φτάνω στο σφαγείο για ν' αρχίσω την υποχρεωτική πρακτική μου εξάσκηση. Δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγω. Άρνηση συμμετοχής μου θα σήμαινε πέντε χαμένα χρόνια σπουδών και όλα τα σχέδια για το μέλλον μου ναυαγισμένα. Παρ' όλα αυτά, κάθε ίνα του σώματος μου και κάθε σκέψη του μυαλού μου επαναστατούν. Είμαι υποχρεωμένη να παρακολουθώ, αλλά ανήμπορη να βοηθήσω. Με αναγκάζουν να συμμετέχω, λερώνοντας τον εαυτό μου με αίμα. Καθώς βγαίνω από το λεωφορείο, οι στριγγλιές των γουρουνιών φτάνουν από μακριά και με διατρυπούν σαν μαχαίρι. Επί έξι εβδομάδες, ο ήχος αυτός θα αντηχεί όλη την ώρα στ' αυτιά μου, χωρίς σταματημό. Πρέπει ν' αντέξω. Σ' αυτή τη δοκιμασία υπάρχει ένα τέλος για μένα, όχι όμως και για τα ζώα. 

Βλέπω φορτηγά-ψυγεία που περιμένουν στην άδεια πλατεία. Σώματα γουρουνιών κομμένα στη μέση κρέμονται στα τσιγκέλια, ορατά από το καλά φωτισμένο άνοιγμα μιας πόρτας. Σχολαστική καθαριότητα παντού. Ψάχνω για την είσοδο και την βρίσκω στο πλάι. Περνούν δυό φορτηγά μοσχαριών με τους κίτρινους προβολείς της ομίχλης. Ένα αμυδρό φως μου δείχνει το δρόμο. Τα παράθυρα είναι έντονα φωτισμένα. Λίγα βήματα ακόμη, και μπαίνω. 

Άσπρα πλακάκια παντού. Άνθρωπος πουθενά. Ένας άσπρος διάδρομος οδηγεί στα αποδυτήρια των γυναικών. Είναι σχεδόν επτά το πρωί και πηγαίνω ν' αλλάξω. Όλα άσπρα. Το δανεικό μου κράνος μοιάζει αλλόκοτο πάνω στα ίσια μου μαλλιά. Οι γαλότσες μου πέφτουν μεγάλες. Γυρνάω πίσω στο διάδρομο και σχεδόν πέφτω πάνω στον υπεύθυνο κτηνίατρο. Τον χαιρετώ ευγενικά. "Είμαι η νέα ασκούμενη". Διατυπώσεις πριν ξεκινήσω. "Ρίξε πάνω σου κάτι ζεστό και πήγαινε να δεις τον διευθυντή, με το πιστοποιητικό υγείας σου. Ο ντόκτορ ΧΧ θα σου πει τι να κάνεις"

Ο διευθυντής είναι ένας τύπος πρόσχαρος που αρχίζει να μου μιλάει για τον παλιό καλό καιρό που τα σφαγεία δεν είχαν ακόμα ιδιωτικοποιηθεί. Ύστερα, δυστυχώς, σταματά και αποφασίζει να με ξεναγήσει στον χώρο, ο ίδιος προσωπικά. Βρίσκω τον εαυτό μου πάνω στη ράμπα. Δεξιά μου υπάρχουν μερικές μάντρες, τσιμεντένιες με σιδερένια κάγκελα. Κάποιες από αυτές έχουν ήδη γεμίσει με γουρούνια. "Εμείς εδώ ξεκινάμε στις πέντε το πρωί"

Τα γουρούνια ανακατώνονται μεταξύ τους μέσα στις μάντρες. Μερικά τσακώνονται. Άλλα ξετρυπώνουν με περιέργεια το μουσούδι τους ανάμεσα στα καγκελα. Έξυπνες φάτσες. Μερικά είναι σαστισμένα και νευρικά. Μια μεγαλόσωμη θηλυκιά επιτίθεται συνεχώς στα άλλα. Ο διευθυντής αρπάζει ένα ραβδί και την χτυπά αρκετές φορές στο κεφάλι. "Θα ξεσπάσουν μεγάλοι καυγάδες αλλιώς", λέειΈνα φορτηγό χαμηλώνει τη ράμπα. Τα γουρούνια που είναι κοντά στην έξοδο φοβούνται να κατέβουν, εκείνα όμως που βρίσκονται πιο πίσω σπρώχνουν γιατί ένας εργάτης τα χτυπά με έναν πλαστικό σωλήνα. Δεν θα απορώ από δω και πέρα όταν θα βλέπω κόκκινα σημάδια πάνω στα σφάγια και στα πλευρά των γουρουνιών. 

"Ο νόμος δεν επιτρέπει να χρησιμοποιούμε ηλεκτροφόρα ραβδιά στα γουρούνια", εξηγεί ο διευθυντής. Κάποια ζώα κάνουν μερικά πρώτα βήματα, διστάζουν και παραπατούν. Τα άλλα ακολουθούν. Ένα γλιστράει, μαγκώνει το πόδι του, σηκώνεται και προχωρεί κουτσαίνοντας.  Όλα τους καταλήγουν ανάμεσα σε σιδερένια κάγκελα που οδηγούν στα μαντριά. Σε κάθε γωνιά, κάθε τόσο, η πορεία μπλοκάρεται και σταματά. Έξαλλος ο εργάτης, βρίζει και ξεσπά στα ζώα που βρίσκονται στις τελευταίες σειρές. Αυτά πανικοβάλλονται και προσπαθούν να ξεφύγουν, πηδώντας πάνω στις πλάτες των άλλων που υποφέρουν μαζί τους. Ο διευθυντής κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμάζοντας. "Ανόητοι, ανεγκέφαλοι, πόσες φορές σας έχω πει ότι δεν έχει νόημα να χτυπάτε αυτά που βρίσκονται πίσω"; Κοιτάζω το απαίσιο θέαμα και νομίζω πως ονειρεύομαι και πως όλα αυτά δεν μπορεί να συμβαίνουν στ' αλήθεια, ενώ ο διευθυντής χαιρετά έναν οδηγό φορτηγού που μόλις σταμάτησε και είναι έτοιμος να ξεφορτώσει. Αυτή τη φορά, η διαδικασία ολοκληρώνεται πολύ πιο γρήγορα, αν και με πολύ περισσότερες φωνές και κλάματα, και σύντομα καταλαβαίνω γιατί: Πίσω από κάθε γουρούνι που παραπατά, ένας εργάτης διευκολύνει την κατάσταση με ηλεκτροσόκ. Ρίχνω ένα βλέμμα σ' αυτόν τον άνδρα και στον διευθυντή που κουνάει ξανά το κεφάλι του: "Καλά, δεν ξέρεις ότι αυτό δεν επιτρέπεται πια στα γουρούνια;", του λέει. Ο άνδρας τον κοιτάζει με δυσπιστία, ύστερα όμως βάζει το εργαλείο στην τσέπη του. 


Είναι κάτι που σπρώχνει από πίσω το πόδι μου, στο ύψος του γόνατου. Γυρνάω και βλέπω δύο ανήσυχα γαλάζια μάτια. Μάτια γουρουνιού. Σε λίγο θα δω αυτά τα μάτια τρελλαμένα από φόβο, διεσταλμένα από πόνο, κι' έπειτα αδειανά, βγαλμένα απ' τις κόγχες τους και πεταμένα στο πάτωμα. Είναι ένα έγκλημα, που γίνεται γιατί οι άνθρωποι νομίζουν πως είναι απαραίτητο να τρώνε κρέας. Κρέας σημαίνει φόνος.


Μπαίνω εκεί που μαζεύονται οι εργάτες όταν κάνουν διάλειμμα, και η ξενάγηση στα σφαγεία αρχίζει. Από το παράθυρο βλέπω τα "σφάγια": Χλωμά και ματωμένα σώματα ζώων κομμένα στη μέση που κρέμονται στη γραμμή. Δύο εργάτες κάθονται και τρώνε πρωινό, σάντουιτς με λουκάνικο. Οι άσπρες τους ποδιές έχουν κόκκινες πιτσιλιές και, κάτω από τη γαλότσα του ενός, κρέμεται ένα μικρό κομματάκι νωπό κρέας. Ώρα να προχωρήσω παραμέσα. Αναπηδώντας, οπισθοχωρώ, καθώς μισό σφάγιο έρχεται απότομα από τη μια γωνία και χτυπάει στην επόμενη. Ζεστό ακόμα και μαλακό, άγγιξε πάνω μου.

Ουρλιάζουν τα ζώα, στριγγλίζουν οι μηχανές, κροταλίζουν τα μέταλλα. Παντού αυτή η τσουχτερή μυρωδιά καμμένου μαλλιού και καψαλισμένης σάρκας. Σκοτοδίνη από ζεστό νερό και αίμα. Φωνές ανθρώπων και γέλια. Μαχαίρια που αστράφτουν, γάντζοι μπηγμένοι σε τένοντες, σώματα που αιωρούνται δίχως μάτια, μυικές δεσμίδες που συσπώνται, σάρκες που τρεμουλιάζουν ακόμα.

Κομμάτια από όργανα πετιούνται μέσα στην υδροροή, και κόκκινο υγρό με πιτσιλίζει. Κινδυνεύω να γλυστρίσω πατώντας λιπαρά υπολείμματα που βρίσκονται στο πάτωμα. Οι άνθρωποι εδώ είναι όλοι ντυμένοι στα άσπρα και, κάτω από το κράνος ή το καπέλο τους, βλέπεις πρόσωπα συνηθισμένα, ίδια με αυτά που μπορείς να συναντήσεις παντού, στο σινεμά, στο σουπερμάρκετ ή στο μετρό. Με μόνη διαφορά ότι, πάνω στις φορεσιές τους, κυλάει αίμα.


Με δέχονται φιλικά. Ο διευθυντής μου δείχνει στα γρήγορα τον θάλαμο σφαγής των βοοειδών, που σήμερα είναι άδειος. "Μοσχαρια σφάζουμε κάθε Τρίτη", εξηγεί. Ύστερα με παραδίδει σε μια κυρία, και απομακρύνεται βιαστικά γιατί έχει δουλειά. "Μπορείς να ρίξεις μια ματιά μόνη σου", λέει, εμένα πάντως μου πήρε τρεις βδομάδες για να φτάσω ως εκεί. 

Την πρώτη μέρα παίρνω αναβολή. Κάθομαι σ' ένα μικρό δωμάτιο, δίπλα σ' εκείνο όπου μαζευόμαστε για διάλειμμα, και κόβω με τις ώρες μικρά κομματάκια κρέας, από έναν κουβά με δείγματα που ολοένα αδειάζει και ξαναγεμίζει. Κάθε δείγμα και ζώο. Στο τέλος, όλο αυτό χωρίζεται σε μικρότερα τμήματα, που ανακατεύονται με υδροχλωρικό οξύ και θερμαίνονται για την εξέταση τριχινέλλας. Αυτή η κυρία μου τα εξηγεί όλα. Τριχινέλλα δεν πρόκειται να βρούμε, αλλά κάνουμε ό,τι λέει ο κανονισμός. 


Την επόμενη μέρα, έγινα μέρος της γιγάντιας μηχανής τεμαχισμού [...] Ακολουθώ τις οδηγίες. "Βγάλε τον υπόλοιπο κρίκο του λάρυγγα και κόψε τους υπογναθιους λεμφαδένες" [...] Πρέπει να προσέχω. Η γραμμή τεμαχισμού τρέχει πολύ γρηγορα. Πάνω από μένα κόβονται άλλα σφάγια  [...] και έρχονται στιγμές που ο πολτός πετάγεται και φτάνει μέχρι το πρόσωπο μου [...] Είναι τρομερό να αγγίζεις ζεστά πτώματα με γυμνά χέρια, όμως, αναπόφευκτα, ένα κολλώδες μίγμα σωματικών υγρών φτάνει μέχρι τους ώμους σου, και τα γάντια δεν μπορούν να σε προστατέψουν. Μετά από λίγο, το μαχαίρι κουράζεται και δεν κόβει καλά. "Δώστο μου να το ακονίσω". Ένας ωραίος παππούς, βετεράνος επιθεωρητής κρέατος, μου κλείνει το μάτι. Μου δίνει το ακονισμένο μαχαίρι, μιλάει λίγο, μου λέει ένα αστείο και επιστρέφει στη δουλειά. Είναι προστατευτικός και μου δείχνει μερικά μικρά κόλπα που κάνουν τη γραμμή συναρμολόγησης ευκολότερη. "Δεν σου αρέσουν όλα εδώ. Το βλέπω. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, είναι κάτι που πρέπει να το περάσεις", μου λέει. 


Σιγά σιγά, μεταμορφώνομαι σε ένα μικρό γραναζάκι αυτής της πελώριας μηχανής θανάτου. Κοπιάζοντας ατελείωτες ώρες, όλες οι κινήσεις γίνονται στο τέλος αυτόματα και μηχανικά. Ασφυκτιώντας κάτω από την εκκωφαντική κακοφωνία  και την απερίγραπτη φρίκη που απλώνεται παντού, το μυαλό αναδύεται από τα βάθη των μουδιασμένων αισθήσεων και αρχίζει να λειτουργεί ξανά. Διαφοροποιώντας, οργανώνοντας, προσπαθώντας να καταλάβει. Το τελευταίο είναι όμως αδύνατο.  

Την δεύτερη ή την τρίτη μέρα, παρατήρησα για πρώτη φορά ότι, γουρούνια που είχαν σφαχτεί και ζεματιστεί, έτρεμαν ακόμα και κουνούσαν ουρές. "Κουνιούνται ακόμα...", ψελίζω, αν και ξέρω ότι πρόκειται απλώς για αυτόματες νευρικές συσπάσεις. Βλέπω όμως τον κτηνίατρο υπηρεσίας που δυσανασχετεί: "Διάβολε, κάτι έγινε λάθος, αυτά είναι ακόμα ζωντανά"! 

Γυρνάω σπίτι και ξαπλώνω στο κρεββάτι. Κοιτάω το ταβάνι με τις ώρες. Κάθε μέρα. Οι άλλοι γύρω μου εκνευρίζονται. "Σύνελθε πια. Τι μούτρα είν' αυτά;. Χαμογέλα. Στο κάτω κάτω, εσύ ήθελες να γίνεις κτηνίατρος"!  Ναι, ήθελα. Κτηνίατρος ήθελα να γίνω, όχι σφαγέας ζώων. Δεν αντέχω, ούτε τα σχόλια, ούτε την αδιαφορία τους. Πρέπει να ξεσπάσω, να το βγάλω όλο αυτό από μέσα μου. Πνίγομαι. 


Θέλω να σας πω για αυτό το γουρούνι που δεν μπορούσε να περπατήσει και κάθισε κάτω, με τα πίσω πόδια τεντωμένα. Που δεν σταμάτησαν να το κλωτσούν και να το χτυπούν, μέχρι που έφτασε σέρνοντας στο κουτί "ανασθητοποίησης", για να δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα. Που το είδα μετά, να περνά από μπροστά μου κομματιασμένο. Οι μύες στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών του ήταν πληγωμένοι. Ήταν το νούμερο 530, και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ αυτόν τον αριθμό. 

Θέλω να σας μιλήσω για κείνες τις ημέρες που σφάζονται τα μοσχάρια και οι αγελάδες, για τα βελούδινα καστανά τους μάτια που γεμίζουν πανικό. Θέλω να σας πω για τις απόπειρες απόδρασης, όλα τα χτυπήματα και τις βρισιές, και το σιδερένιο κλουβί μεσα στο οποίο δέχονται την οριστική βολή στο κεφάλι. Μέσα από αυτό το κλουβί, μπορούν να δουν τα άλλα ζώα που γδέρνονται και κομματιάζονται στον θάλαμο σφαγής. Ακολουθεί ο μοιραίος πυροβολισμός. Πέφτουν κάτω και, την αμέσως επόμενη στιγμή, μια αλυσίδα τυλίγεται στο πίσω πόδι και τραβάει το ζώο προς τα πάνω, ενώ συγχρόνως μια λεπίδα κόβει τον λαιμό. Εκτοξεύοντας ριπές από αίμα, το σώμα ανυψώνεται, ενώ τα πόδια κλωτσούν. 

Θέλω να σας περιγράψω τον ανατριχιαστικό θόρυβο που κάνει ένα μηχάνημα που γδέρνει το σώμα. Την μηχανική στροφική κίνηση που κάνουν τα δάχτυλα όταν βγάζουν τα μάτια, αυτά τα διογκωμένα και γεμάτα φλέβες κόκκινα μάτια που βγαίνουν απ' τις κόγχες, πετιούνται σε μια τρύπα στο πάτωμα, κι' εξαφανίζονται. Και τον λερωμένο αλουμινένιο αγωγό, μέσα στον οποίο καταλήγουν τα σπλάχνα που βγαίνουν από τα πελώρια ακέφαλα πτώματα [...] 

Θέλω να σας πω για τις εγκυμονούσες μήτρες*, που πάντοτε μπορείς να βρεις μέσα σ' αυτόν τον γλυστερό αιματηρό σωρό. Έχω δει τελείως σχηματισμένα μοσχαράκια κάθε μεγέθους εκεί, άλλα γυμνά και τρυφερά, με μάτια κλειστά μέσα στον προστατευτικό αμνιακό τους σάκο, κι' άλλα μεγαλύτερα. Το μικρότερο απ' όλα ήταν όσο ένα νεογέννητο γατάκι, σαν μινιατούρα πραγματικής αγελάδας όμως, σε σχήμα και μορφή. Το μεγαλύτερο είχε απαλό κάστανόλευκο τρίχωμα και μακρυές μεταξωτές βλεφαρίδες, λίγες μόλις εβδομάδες πριν γεννηθεί.  

Θέλω να σας μιλήσω ακόμα και για κείνη την αξιοθρήνητα ισχνή αγελάδα, που έτρεμε ξαπλωμένη στον παγωμένο διάδρομο, εφτά η ώρα τι πρωί, και δεν βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος να την λυπηθεί και να την λυτρώσει με μια τουφεκιά. Ζώα ακατάλληλα για σφαγή πρέπει να ακολουθήσουν άλλη διαδικασία και, το μεσημέρι, φεύγοντας, την είδα να τρέμει ακόμα, ξαπλωμένη εκεί. Χαλάρωσα λιγάκι το καπίστρι που έκοβε αλύπητα το δέρμα της, και την χάιδεψα στο μέτωπο. Με κοίταξε με τα πελώρια μάτια της, και τότε ήταν που κατάλαβα πως οι αγελάδες μπορούν να κλάψουν. 


Υπάρχουν πράγματα που θέλω να μοιραστώ αλλά κανένας δεν νοιάζεται, στ' αλήθεια, ν' ακούσει. Το περίεργο είναι ότι, αρκετά συχνά με ρωτούν. "Πώς τα πας με τα σφαγεία; Καλά, εγώ, με τίποτα δε θα μπορούσα"Χαράζω μισοφέγγαρα, μπήγοντας τα νύχια βαθειά στις παλάμες μου, για να μη χτυπήσω αυτούς που -τάχα μου δήθεν- λυπούνται, ή να πετάξω το τηλέφωνο από το παράθυρο. Θέλω να ουρλιαξω αλλά αυτά που βλέπω κάθε μέρα, πνίγουν τη φωνή στο λαρύγγι μου. "Σταμάτα, μου κόβεις την όρεξη!", λένε και κόβουν τη συζήτηση απότομα. Πόση μοναξιά κλείνουν μέσα τους τέτοιες στιγμές!  


Κοιτάζεις τις απρόσωπες σειρές τεμαχισμένων γουρουνιών που ξεδιπλώνονται αραδιασμένες μέσα στην αίθουσα, κι' αναρωτιέσαι: Εάν εκεί πέρα κρεμόντουσαν άνθρωποι, θα το έβλεπες διαφορετικά; Οι ατελείωτες κραυγές που βγαίνουν από γουρούνια που αισθάνονται τον θάνατο, θα μπορούσε να προέρχονται από γυναίκες ή παιδιά, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όμως, με τον καιρό, θες δε θες, "συνηθίζεις", η ανοχή μεγαλώνει και η αντίσταση αμβλύνεται. "Dullness is inevitable". Υπάρχει ένα πλαίσιο στο μυαλό των ανθρώπων που καθορίζει τι είναι αποδεκτό και τι όχι. Κατά καιρούς, το πλαίσιο αυτό μετατοπίζεται, μεγαλώνει, μικραίνει, και περιλαμβάνει περισσότερα πράγματα - ή και λιγότερα, μερικές φορές**. Από μια άποψη, σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερα αν δεν φώναζαν, και παρακαλάω μέσα μου να σταματήσουν για να μην τ' ακούω. "Επιτέλους, κάντε τους ηλεκτροσόκ για να σταματήσουν", μου 'ρχεται να τους πω. "Μερικά δεν βγάζουν άχνα", λέει ένας κτηνίατρος. "Άλλα πάλι, απλώς στέκουν εκειπέρα στριγγλίζοντας χωρίς κανένα λόγο".

Για όλο αυτό που περνάω, δεν φταίω εγώ που ήθελα να γίνω κτηνίατρος, φταίνε οι άνθρωποι που θέλουν να τρώνε κρέας. Όταν τελικά μπήκα στον θάλαμο σφαγής, είχα ήδη ολοκληρώσει περισσότερη από την μισή υποχρεωτική πρακτική μου εξάσκηση. Η διαδρομή που αρχίζει στα φορτηγά, τελειώνει εδώ. Βγαίνοντας από κάθε μαντρί, τα γουρούνια οδηγούνται σε έναν γυμνό διάδρομο, που σε κάποιο σημείο στενεύει και καταλήγει στον μικρό "χώρο αναμονής". Τέσσερα πέντε γουρούνια "περιμένουν" μέσα σ' αυτόν τον χώρο κάθε φορά, πίσω από μια πόρτα. Αν ποτέ μου ζητούσαν να μετατρέψω σε εικόνα τη λέξη "φόβος", θα ζωγράφιζα αυτά τα γουρούνια, στριμωγμένα πάνω στην κλειστή πόρτα που βρίσκεται πίσω τους. Θα ζωγράφιζα τα μάτια τους. Μάτια που ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω, και που ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να κοιτάξει μέσα τους. 

[...]

Με υπολογισμένα πατήματα κουμπιών, μεγάλη ταχύτητα και ανυποχώρητη ασυγκινησία, ένα ένα τα ζώα οδηγούνται, από την αναμονή, στην αμφιλεγόμενη ανασθητοποίηση με ηλεκτροσόκ, την σφαγή, την επεξεργασία, την συσκευασία, την αγορά, και το τραπέζι, όπου κανένας δεν θέλει να σκέφτεται την προέλευση και την ιστορία της τροφής που υπάρχει στο πιάτο του. Ασπρισμένο και "τρυφερό", κομψά συσκευασμένο στο σουπερμάρκετ, το εσκαλόπ τους δεν στριγγλίζει, δεν φοβάται και -το κυριότερο- δεν έχει μάτια. Έτσι, οι καταναλωτές, καλά προστατευμένοι από την πραγματικότητα, δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα για τα σφαγεία. "Δεν αντέχω να βλέπω τέτοια πράγματα", λένε. 


Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήρθε η στιγμή που εκείνες οι εφιαλτικές μέρες έφτασαν στο τέλος τους, και πήρα στα χέρια μου το πιστοποιητικό της υποχρεωτικής πρακτικής μου εξάσκησης, ένα κομμάτι χαρτί πληρωμένο με τόσο μεγάλο τίμημα. Ποτέ μου δεν έχω πληρώσει για κάτι τόσο ακριβά. Πρέπει να συνεχίσω τη ζωή μου και ξέρω ότι εγώ δεν θέλω να συμμετέχω σ' αυτό. Ποτέ ξανά. Όχι. Διασχίζω το δρόμο και φεύγω, αφήνοντας πίσω μου κείνη την τόσο ύπουλη θλίψη που ναρκώνει το πνεύμα, και το ανυπόφορο συναίσθημα της ενοχής που υπονομεύει τη χαρά της ζωής. 



Πρωτότυπο κείμενο στα γερμανικά: MEIN PRAKTIKUM IM SCHLACHTHOF

Μικρό απόσπασμα

Αγγλικά: For a mouthful of meat: theresanelephantintheroomall-creatures (via Marc Bekoff)



Photo1

Photo2


Διασκευή και απόδοση στα ελληνικά από Gatouiti



*Μετά από έρευνα του 2011, σε 53 διαφορετικά σφαγεία της Γερμανίας, βρέθηκε ότι οι αγελάδες που σφαγιάστηκαν εκεί ήταν έγκυες σε ποσοστό 9,6%, ενώ το 90% από αυτές κυοφορούσαν έμβρυα ηλικίας μεγαλύτερης των τριών μηνών. Νεώτερη μελέτη, του 2016, αποκαλύπτει ότι η σφαγή αγελάδων σε κατάσταση εγκυμοσύνης είναι μια πρακτική ευρέως διαδεδομένη στα γερμανικά σφαγεία. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην νοτιοδυτική Αγγλία μάλιστα, υπολογίζεται ότι το αντίστοιχο ποσοστό  ανέρχεται σε 23,5%. [Πηγή: Kinder World, 2020]


**Η φράση με το διαφορετικό χρώμα είναι προσθήκη που δεν υπάρχει στο αρχικό κείμενο. Είναι μια σκέψη δική μου που επιχειρεί να εξηγήσει το πώς "συνηθισμένοι" άνθρωποι μπορεί να συμμετέχουν σε μια συλλογική βαρβαρότητα η οποία βρίσκεται μέσα στα πλαίσια του "αποδεκτού", όπως αυτό ορίζεται από την κυρίαρχη κοινή γνώμη. Από πρακτική άποψη πάντως, και αν αφήσουμε στην άκρη το βαθύτερα γνωστικό και το ηθικό κομμάτι του όλου θέματος, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, κατ' αρχήν, είναι τρία: 1) αν και κατά πόσο τα "παραγωγικά ζώα", ειδικά στις μέρες μας, μπορούν να ζήσουν μια έστω υποφερτή ζωή [βλ. "animal welfare", ελληνικά "ευζωία"] που καταλήγει σε "μία  και μόνη κακιά μέρα" ("The Only One Bad Day Claim"), 2) αν υπάρχει αυτό που λέμε "σφαγή με ανθρωπιστικό τρόπο" ("Human Slaughter") και 3) αν οι άνθρωποι πρέπει οπωσδήποτε να τρώνε κρέας (The Great Meat Debate).

 


twitted










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου